- κωμωδοτραγωδία
- κωμῳδοτραγωδία, ἡ (Α)1. δράμα που ενέχει κωμικά και τραγικά στοιχεία2. μτφ. η ανθρώπινη ζωή3. τίτλος κωμωδιών τού Αλκαίου τού κωμικού και τού Αναξανδρίδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδία + τραγῳδία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωμῳδοτραγῳδίᾳ — κωμῳδοτραγῳδίᾱͅ , κωμῳδοτραγῳδία serio comedy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АЛКЕЙ — • Alcaeus, Άλκαι̃ος, 1. см. Perseus, 1; Персей; 2. см. Hercules, 5; 3. знаменитый греческий лирик из Митилены на Лесбосе, современник Сапфо, жил ок. 612 г. Принадлежал к знатному роду и к аристократической партии … Реальный словарь классических древностей